- ψευτο-
- ως πρώτο συνθετικό λέξεων δίνει την έννοια του πλαστού, του ψεύτικου στο δεύτερο συνθετικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ακνογελώ — χαμογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός σχηματισμός < ακνό (< οκνά) + γελώ πρβλ. χαμο γελώ, ακρο γελώ, αχνο γελώ, ψευτο γελώ, ψιλο γελώ, ψιμο γελώ κ.ά.] … Dictionary of Greek
πολυλογάς — ο, θηλ. πολυλογού, ουδ. πολυλογούδικο αυτός που λέει πολλά λόγια, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λογάς (II) (πρβλ. ψευτο λογάς)] … Dictionary of Greek
Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… … Dictionary of Greek